αλαφρόστρατος

αλαφρόστρατος
η , ο
1) имеющий лёгкую походку, порхающий; 2) см. αλαφροήσκιωτος 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλαφρόστρατος" в других словарях:

  • αλαφρόστρατος — η, ο ο αλαφρόστοιχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + στράτα] …   Dictionary of Greek

  • αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»